αμπόδιστος
Смотреть что такое "αμπόδιστος" в других словарях:
αμπόδιστος — η, ο ανεμπόδιστος, ελεύθερος: Ο γάμος τους ήταν τώρα πια αμπόδιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμπόδιστος — η, ο [μποδίζω] ο ανεμπόδιστος* … Dictionary of Greek
ανεμπόδιστος — η, ο (Α ἀνεμπόδιστος, ον) μη εμποδιζόμενος, αμπόδιστος, ακώλυτος αρχ. εκείνος που δεν δημιουργεί κανένα εμπόδιο, που δεν εμποδίζει … Dictionary of Greek